- προσορμίζονται
- προσορμίζομαιpres ind mp 3rd plπροσορμίζωbringpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
λεμβαρχείο — το περιοχή τών πολεμικών ναυστάθμων όπου προσορμίζονται οι λέμβοι ή ανασύρονται στην ξηρά και όπου επίσης υπάρχει μικρό συνεργείο πρόχειρων επισκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβαρχος. Η λ., στον λόγιο τ. λεμβαρχεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
λιμενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα (α. «λιμενικό σώμα» σώμα στρατιωτικά συντεταγμένο, που διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες υπάγονται και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες τού πολεμικού ναυτικού β. «λιμενικά τέλη» τα… … Dictionary of Greek
μωλιάτικα — και μολιάτικα, τα το ποσό που πληρώνουν για τα έξοδα τού μώλου τα πλοία που προσορμίζονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μώλος / μόλος + κατάλ. ιάτικα (πρβλ. μην ιάτικο)] … Dictionary of Greek
φαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους 2. φρ. α) «φαρικά τέλη» τέλη που καταβάλλονται από εμπορικά πλοία τα οποία προσορμίζονται και ενεργούν εμπορικές πράξεις σε λιμάνι, όρμο ή ακτή τής Ελλάδας και ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι… … Dictionary of Greek
Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… … Dictionary of Greek